φιλανθρωπικός

φιλανθρωπικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φιλανθρωπία, αυτός που διαπνέεται από φιλανθρωπία, αγαθοεργός
2. φρ. α) «φιλανθρωπικό ίδρυμα» — νομικό και κοινωνικό όργανο, υπό τη μορφή αυτόνομου οργανισμού, μέσω τού οποίου χρησιμοποιείται για κοινωφελείς σκοπούς ο ιδιωτικός πλούτος και, συγκεκριμένα, για την χρηματοδότηση έρευνας ή παροχής δημοσίων υπηρεσιών, όπως είναι η κοινωνική πρόνοια, η δημόσια υγεία, η εκπαίδευση κ.ά. τομείς
β) «φιλανθρωπικά σωματεία»
(νομ.) νομικά πρόσωπα τα οποία, κατά νομοθετική διατύπωση, σκοπό έχουν την παροχή υλικής και ηθικής αρωγής σε άτομα και ομάδες ατόμων που βρίσκονται μόνιμα ή πρόσκαιρα σε κατάσταση αποδεδειγμένης ανάγκης (α. «φιλανθρωπικός σύλλογος» β. «φιλανθρωπική εταιρεία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλάνθρωπος + κατάλ. -ικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1832 στα Έγγραφα Κρήτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φιλανθρωπικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που διαπνέεται από φιλανθρωπία, που αποσκοπεί στη φιλανθρωπία, που έχει φιλανθρωπικά αισθήματα: Φιλανθρωπικός έρανος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλάνθρωπος — η, ο / φιλάνθρωπος, ον, ΝΜΑ, και θεσσαλ. τ. πληθ. ουδ. φιλάνθρουπα Α 1. αυτός που αγαπά τον πλησίον του, τον συνάνθρωπό του, φιλάλληλος, αλτρουιστής 2. (για τον θεό) αυτός που αγαπά τους ανθρώπους («ἐν ὀνόματι τοῡ θεοῡ τοῡ ἐλεήμονος καὶ… …   Dictionary of Greek

  • φιλάνθρωπος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που αγαπάει τους ανθρώπους, φιλάλληλος, αλτρουιστής: Η αρχαία ελληνική φιλοσοφία είναι φιλάνθρωπη. 2. ο ελεήμονας, ο αγαθοεργός, ο σπλαχνικός: Τον βοήθησαν στην αρρώστια του φιλάνθρωποι πλούσιοι. 3. αυτός που διαπνέεται από …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”